δυσπολέμητος

δυσπολέμητος
-η, -ο (Α δυσπολέμητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυσπολέμητος — hard to war with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπολέμητον — δυσπολέμητος hard to war with masc/fem acc sg δυσπολέμητος hard to war with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπολεμήτου — δυσπολέμητος hard to war with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπολεμήτους — δυσπολέμητος hard to war with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπολέμητοι — δυσπολέμητος hard to war with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπόλεμος — δυσπόλεμος, ον (Α) 1. άτυχος στον πόλεμο 2. δυσπολέμητος …   Dictionary of Greek

  • δύσμαχος — δύσμαχος, ον (Α) 1. δυσπολέμητος 2. ακαταμάχητος 3. δύσκολος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”